Τετάρτη 22 Ιουλίου 2015

                         ΜΟΝΟΠΡΑΚΤΟ: «Η ΣΙΖΟΝ» (2003)
ΣΚΗΝΙΚΟ: Τέλος Οκτώβρη, στη πλατεία, συναντιούνται δύο ασχολούμενοι με τον τουρισμό, ένας εστιάτορας κι ένας μικροξενοδόχος, επαναπατρισμένοι μετανάστες και οι δύο εξ Αυστραλίας και κάνουν «ταμείο» της τουριστικής περιόδου που τέλειωσε)
·         Βρε Βαγγελάκ΄ χαθήκαμι βρε ούλου του καλοκαίρ’ μι τσι δλιές’
·         Πού να βριθούμι μεις βρε Γιάν’ ιγώ στ΄ ρισιψιόν κι συ στ΄ κουζίνα, σα τ΄ άλογα τα ζιμένα γύρου απ΄ του πγάδ’...χαχαχα...
·         Πέστου ψέματα...δε λες καλύτερα σα τα βόϊδια...
·         Ιμείς Γιάνν’ μ στν΄ αρχή τσ’ σιζόν πρέπ’  ν΄απουχιριτιόμαστι, σα κι τότε π΄ παέναμι στν΄Αυστράλια, θμάσι;
·         Αν θμάμι λέι...αχ χρόνια κι κείνα μωρέ Βαγγέλ’, τι πιράσαμι...
·         Ινώ τώρα, τι κάνουμι τώρα, ποιά ήτανι πιο καλά;
·         Μη του λες...τώρα ήμαστι στ΄πατρίδα τουλάχιστου...ιντάξ δε λέου ότι είνι κι ου παράδσους...
·         Τέλος πάντων χέστα κι άστα...τώρα τι κάνουμι, τι γίνκει φέτου βρε Γιάν, πώς πήγις;
·         Δύσκολυ΄ χρουνιά Βαγγέλ΄ ζόρια πουλλά...
·         Αυτό αν τούπες ξαναπέτο...σφιχτοί στου παρά οι ξέν’  κόμπου του κάνανι του ευρώ οι κιρατάδις...
·         Α, όσου γιαυτό...ενώ οι ΄Ελληνις τ΄ αμουλάγανε πιο εύκολα...
·         Ασι τς΄ έλληνις βρε, ιμείς ξέρουμι κι τα τρώμι...ξέρνι να ζήσνι αυτά τα βόϊδια οι Ιβρωπαίοι;
·         Βαρέθκα να κόβου ντουμάτες βρε Βαγγέλ’ και να τγανίζου πατάτις...απ΄ αυτές τς΄ έτοιμις, σιγά μη κάτσου και καθαρίζου να φαν΄τα γρούνια...γκρήκ σάλαντ ου ένας ,γκρήκ σάλαντ ου άλλους, μι του ζόρ κανένα μουσακά και καμιά ντουμάτα γιμουστή...τς΄μπριζόλις κι τα μπιφτέκια έτσ’ κι δεν ερχούντανε οι έλληνις ιμείς θα τς΄ τρώγαμι ούλου του καλοκαίρ’  οικογενειακώς...βρε τς΄ ψουριάρδις...
·         Ασι μι βρε Γιάν’...ισύ τουλάχιστου πούλαγις κι σαλάτις...γω τι να πω π΄  μάζιβα κάθι πρωί απ΄ τα δουμάτια τς΄ καρπουζουφλούδις κι τα κουκούτσα απ΄ τα ρουδάκνα κι μ΄ έπιρνι η ξνίλα;...δεν έχ΄ παράδις ου κόσμους Γιάάάάν’ ...
·         Κάτσι βρε Βαγγέλ’  άμα δεν έχνι παράδις αυτοίν οι Ιβρωπαίοι, οι ανιπτυγμέν΄τι μας πιπλίζνε τ΄ αυτιά να τς΄ μοιάσουμι;
·         Αλοίμουνό μας Γιάν΄... άμα γένουμι σα κι αφνούς να πάμι να φουντάρουμι απ΄ του λιμάν΄πούνι βαθιά...
·         Βρε έβλιπις κείν΄ τς βουρειουελλαδίτις κι τς΄άλλ’΄ έλληνις κι τς΄ χαίρουσνα... ιφτυχώς κι κατιβήκανι σακάτ κι πήραμι μια αναπνουή...
·         Ιφτιχώς δε λες τίπουτα...άμα δεν ιρχότανι κι αυτοίν΄ θα πιφτι κλάμαααα...μι μααύρου δάκρυ θα κλαίγαμι...
·         Ωρις-ώρις Βαγγέλ΄σκέφτουμι, γιατί σών΄ κι καλά θέλνι να μας βάλνι σαυτήν τν΄ ΟΝΕ... τι θα κερδίσουμι;
·         Τι να τς΄ κάνουμι τς΄ Ιβρουπαίοι, για να μας κάν΄νι τ΄ κουράδα...
·         Ας τνι φάνι μουναχοί τς΄... (Γελάνε)
(Περνάνε δυό τουρίστες από δίπλα τους, σκουντάει ο ένας τον άλλο)
·         Σκάσι κι χαμουγέλα...χαμόγιλο βρε, δε κουστίζ τίπουτα κι κερδίζ΄,τούπι κι η υπουργός...
·         Ποιά βρε, αυτήν π΄ δε γιλάει ποτέ τ΄ αχείλ΄τς...τν΄ έχου από πρόπερσ’...
·         Σκάσι βρε κι χαμουγέλα...(χαμογελούν και οι δύο και μόλις προσπερνούν οι τουρίστες τους μουτζώνουν και οι δύο)
·         Νάάάά!Ωρα να σας έβρ΄ ξιβράκουτ...
{Τραγούδι τέλους, στο ρυθμό του Πλατανιώτικου νερού}
                    Νάχα τουρίστις έλληνις
                   Απ΄ τ΄βόρειου ελλάδα
                   Που ΄χνι΄του χρήμα μπόλικου
                     Σαν τη παχιά γιλάδα
              Δε τς΄ θέλου αφνούς τς΄ ψουριάριδις
                 Αφνούς τς΄ κοκκινογούλ(ι)δις
                Που ούλ τη μέρα τρων καρπούζ΄
                  Κι εγώ μαζεύου τς΄ φλούδις...


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου