ΜΟΝΟΠΡΑΚΤΟ:
«Η ΣΙΖΟΝ» (2003)
ΣΚΗΝΙΚΟ: Τέλος Οκτώβρη, στη πλατεία, συναντιούνται
δύο ασχολούμενοι με τον τουρισμό, ένας εστιάτορας κι ένας μικροξενοδόχος,
επαναπατρισμένοι μετανάστες και οι δύο εξ Αυστραλίας και κάνουν «ταμείο» της
τουριστικής περιόδου που τέλειωσε)
·
Βρε
Βαγγελάκ΄ χαθήκαμι βρε ούλου του καλοκαίρ’ μι τσι δλιές’
·
Πού
να βριθούμι μεις βρε Γιάν’ ιγώ στ΄ ρισιψιόν κι συ στ΄ κουζίνα, σα τ΄ άλογα τα
ζιμένα γύρου απ΄ του πγάδ’...χαχαχα...
·
Πέστου
ψέματα...δε λες καλύτερα σα τα βόϊδια...
·
Ιμείς
Γιάνν’ μ στν΄ αρχή τσ’ σιζόν πρέπ’
ν΄απουχιριτιόμαστι, σα κι τότε π΄ παέναμι στν΄Αυστράλια, θμάσι;
·
Αν
θμάμι λέι...αχ χρόνια κι κείνα μωρέ Βαγγέλ’, τι πιράσαμι...
·
Ινώ
τώρα, τι κάνουμι τώρα, ποιά ήτανι πιο καλά;
·
Μη
του λες...τώρα ήμαστι στ΄πατρίδα τουλάχιστου...ιντάξ δε λέου ότι είνι κι ου
παράδσους...
·
Τέλος
πάντων χέστα κι άστα...τώρα τι κάνουμι, τι γίνκει φέτου βρε Γιάν, πώς πήγις;
·
Δύσκολυ΄
χρουνιά Βαγγέλ΄ ζόρια πουλλά...
·
Αυτό
αν τούπες ξαναπέτο...σφιχτοί στου παρά οι ξέν’
κόμπου του κάνανι του ευρώ οι κιρατάδις...
·
Α,
όσου γιαυτό...ενώ οι ΄Ελληνις τ΄ αμουλάγανε πιο εύκολα...
·
Ασι
τς΄ έλληνις βρε, ιμείς ξέρουμι κι τα τρώμι...ξέρνι να ζήσνι αυτά τα βόϊδια οι
Ιβρωπαίοι;
·
Βαρέθκα
να κόβου ντουμάτες βρε Βαγγέλ’ και να τγανίζου πατάτις...απ΄ αυτές τς΄ έτοιμις,
σιγά μη κάτσου και καθαρίζου να φαν΄τα γρούνια...γκρήκ σάλαντ ου ένας ,γκρήκ
σάλαντ ου άλλους, μι του ζόρ κανένα μουσακά και καμιά ντουμάτα
γιμουστή...τς΄μπριζόλις κι τα μπιφτέκια έτσ’ κι δεν ερχούντανε οι έλληνις ιμείς
θα τς΄ τρώγαμι ούλου του καλοκαίρ’
οικογενειακώς...βρε τς΄ ψουριάρδις...
·
Ασι
μι βρε Γιάν’...ισύ τουλάχιστου πούλαγις κι σαλάτις...γω τι να πω π΄ μάζιβα κάθι πρωί απ΄ τα δουμάτια τς΄
καρπουζουφλούδις κι τα κουκούτσα απ΄ τα ρουδάκνα κι μ΄ έπιρνι η ξνίλα;...δεν
έχ΄ παράδις ου κόσμους Γιάάάάν’ ...
·
Κάτσι
βρε Βαγγέλ’ άμα δεν έχνι παράδις αυτοίν
οι Ιβρωπαίοι, οι ανιπτυγμέν΄τι μας πιπλίζνε τ΄ αυτιά να τς΄ μοιάσουμι;
·
Αλοίμουνό
μας Γιάν΄... άμα γένουμι σα κι αφνούς να πάμι να φουντάρουμι απ΄ του
λιμάν΄πούνι βαθιά...
·
Βρε
έβλιπις κείν΄ τς βουρειουελλαδίτις κι τς΄άλλ’΄ έλληνις κι τς΄ χαίρουσνα...
ιφτυχώς κι κατιβήκανι σακάτ κι πήραμι μια αναπνουή...
·
Ιφτιχώς
δε λες τίπουτα...άμα δεν ιρχότανι κι αυτοίν΄ θα πιφτι κλάμαααα...μι μααύρου
δάκρυ θα κλαίγαμι...
·
Ωρις-ώρις
Βαγγέλ΄σκέφτουμι, γιατί σών΄ κι καλά θέλνι να μας βάλνι σαυτήν τν΄ ΟΝΕ... τι θα
κερδίσουμι;
·
Τι
να τς΄ κάνουμι τς΄ Ιβρουπαίοι, για να μας κάν΄νι τ΄ κουράδα...
·
Ας
τνι φάνι μουναχοί τς΄... (Γελάνε)
(Περνάνε δυό τουρίστες από
δίπλα τους, σκουντάει ο ένας τον άλλο)
·
Σκάσι
κι χαμουγέλα...χαμόγιλο βρε, δε κουστίζ τίπουτα κι κερδίζ΄,τούπι κι η
υπουργός...
·
Ποιά
βρε, αυτήν π΄ δε γιλάει ποτέ τ΄ αχείλ΄τς...τν΄ έχου από πρόπερσ’...
·
Σκάσι
βρε κι χαμουγέλα...(χαμογελούν και οι δύο και μόλις προσπερνούν οι τουρίστες
τους μουτζώνουν και οι δύο)
·
Νάάάά!Ωρα
να σας έβρ΄ ξιβράκουτ...
{Τραγούδι τέλους, στο
ρυθμό του Πλατανιώτικου νερού}
Νάχα τουρίστις έλληνις
Απ΄ τ΄βόρειου ελλάδα
Που ΄χνι΄του χρήμα μπόλικου
Σαν τη παχιά γιλάδα
Δε τς΄ θέλου αφνούς τς΄
ψουριάριδις
Αφνούς τς΄ κοκκινογούλ(ι)δις
Που ούλ τη μέρα τρων καρπούζ΄
Κι εγώ μαζεύου τς΄ φλούδις...